- μιλιαρήσιο(ν)
- και μιλλιαρίσιο(ν), το (ΑΜ μιλιαρήσιον, Μ και μιλλιαρίσιον)ονομασία αργυρού νομίσματος που κόπηκε επί Μεγάλου Κωνσταντίνου, υποδιαιρούνταν σε 24 φόλλεις και η αξία του κυμαινόταν στο 1/14 περίπου τού βάρους του. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. milliarense].
Dictionary of Greek. 2013.